- ἀναλυτικῶν
- ἀναλυτικόςanalyticalfem gen plἀναλυτικόςanalyticalmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Corpus Aristotelicum — bezeichnet die Schriften des Aristoteles, die auf uns gekommen sind; die Rezeption begann bereits im Hellenismus und wurde in der Spätantike intensiviert. Dabei handelt es sich in der großen Mehrheit um esoterische Schriften, die nicht (zumindest … Deutsch Wikipedia
Segundos analíticos — (en griego antiguo Αναλυτικών υστέρων, en latín Analytica posteriora) es un texto del filósofo griego Aristóteles de Estagira. Se compone de dos libros (I: 71a 89b, II: 90a 100b) y no existen dudas acerca de la autenticidad de la obra. Es el… … Wikipedia Español
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… … Dictionary of Greek
Βάιερστρας, Καρλ Βίλχελμ Τέοντορ — (Carl Wilhelm Theodor Weierstrass, Όστερφελντ 1815 – Βερολίνο 1897). Γερμανός μαθηματικός. Μετά από περίπου 15 χρόνια διδασκαλίας σε μέσες τεχνικές σχολές, το 1856 ανέλαβε υφηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου το 1864 ονομάστηκε τακτικός… … Dictionary of Greek
δυναμική συνάρτηση — Στη θεωρία των αναλυτικών συναρτήσεων δ.σ. ονομάζονται οι λύσεις της διαφορικής εξίσωσης του Λαπλάς. Μία σχέση της μορφής W = φ + iψ = f(z) αναπαριστά τη δισδιάστατη αστρόβιλη κίνηση ενός ρευστού στο χψ επίπεδο, όπου z ένας μιγαδικός αριθμός της… … Dictionary of Greek
Ευστράτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο μάρτυρας. Πέθανε, επί Λικινίου, στη Σεβάστεια. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Νοεμβρίου. 2. Ε. ο μάρτυρας. Πέθανε, επί Διοκλητιανού, με τους Αυξέντιο, Ευγένιο, Μαρδάριο και Ορέστη. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Μπουργκέν, Ζαν — (Jean Bourgain, Οστάνδη 1954 ). Βελγίδα μαθηματικός. Κάτοχος διδακτορικού τίτλου από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών το 1977, έλαβε θέση καθηγητή στο ίδιο Πανεπιστήμιο το 1981. Το 1985 τιμήθηκε με την μεγαλύτερη επιστημονική διάκριση στο… … Dictionary of Greek